Συνάντησα το γιο μου έξω από τη μεγάλη πύλη της Ιλούμιναρ. Τον έσφιξα στην αγκαλιά μου και αυτόν και τους συντρόφους του, τους οποίους θεωρούσα και δικά μου παιδιά. Γνώρισα και το Ρεμύ, αυτόν τον συμπαθέστατο και πανέξυπνο νεαρό που, αν και η χώρα του μας πλήγωσε πολύ, λίγα λεπτά μαζί του με έκαναν να σκεφτώ πως όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο είμαστε ίδιοι. Ο Θον έμοιαζε αλλαγμένος και πιο σοβαρός από ποτέ. Μου φάνηκε παράξενο στην αρχή, αφού ήδη ήταν σκληρός και κρύος σαν πέτρα, αλλά πλέον το βλέμμα του είχε αλλάξει. Γνώρισε τον σκοπό του σε αυτό το ταξίδι και φάνηκε να έρχεται πιο κοντά σε εκείνο το όραμα που μου διηγήθηκε πριν από καιρό.
Καθώς διαβήκαμε την πύλη, αφού πρώτα συμφωνήσαμε να μην αποκαλύψουμε την καταγωγή του Ρεμύ σε κανέναν, και εισήλθαμε στην Ιλούμιναρ, είπα σε όλους για τη σφαγή της Τινέθιελ. Η Αυτοκρατορία εισέβαλλε ένα πρωινό και σκότωσε γυναίκες, παιδιά και άοπλους. Χάσαμε πολλούς εκείνη τη μέρα και, μην έχοντας που αλλού να πάμε, φθάσαμε στην Ιλούμιναρ. Οι Ίβριλ ζήτησαν την προστασία του Βασιλιά Ζέμεκυς, στο όνομα του Ρόμπερτ του Πρώτου, ενώ όλοι οι δραπέτες του Βάμπουργκ ζητήσαμε το έλεος του. Τελικά, μας δέχθηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Μαζί με τον Αν Ταμπά, ξεκινήσαμε να εργαζόμαστε στο Παλάτι, εγώ ως βάρδος και ο γερο-Ίβριλ ως συμβουλάτορας του μάντη.
Τα παιδιά φάνηκαν έκπληκτοι από όλα αυτά που συνέβησαν, αλλά ταυτόχρονα έμοιαζαν εκθαμβωμένοι από την ομορφιά της Ιλούμιναρ. Αυτή η πόλη ήταν πραγματικά το κάτι άλλο! Λευκό μάρμαρο έντυνε τα σπίτια, τα αρχοντικά και τους πύργους της, ενώ κήποι γεμάτοι πράσινο, δέντρα και λουλούδια υπήρχαν παντού στην πόλη. Ψηλά κτήρια, με έντονη αρχιτεκτονική και υπέροχα αγάλματα στις κεντρικές πλατείες, έκαναν την πόλη να μοιάζει ουτοπική. Γιατί εδώ ήταν το κέντρο του κόσμου. Η Ιλούμιναρ ήταν η μεγαλύτερη και η σημαντικότερη πόλη της Νενάτ, αλλά και όλης της Ιόλια. Κάθε μέρα πνιγόταν στον κόσμο, αφού μαζί με τη Βανέρια στον Νότο και το Βόργκαστ στον Βορρά, ήταν τα κέντρα εμπορίου της Ιόλια και από εδώ περνούσαν χιλιάδες και έμποροι και πωλητές. Το πιο εντυπωσιακό με αυτή την πόλη ήταν η, σχεδόν καθολική, απουσία σκλαβοπάζαρων. Στη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου δεν υπήρχαν σκλάβοι, αφού το απαγόρευε ο νόμος του Ιακώβου του Τρίτου, του “Βασιλιά που έσωσε τον λαό”.
«Θον, πρέπει να μιλήσουμε», είπα στο γιο μου, «και φυσικά θέλω να ακούσετε όλοι αυτά που θα σας πω».
«Μίλα πατέρα, τι συμβαίνει;»
«Δεν είναι τυχαίο που σας βρήκα άμεσα έξω από τα τείχη της πόλης. Ο Βασιλιάς Ζέμεκυς γνωρίζει για την παρουσία σας εδώ και μου είπε να φέρω τον Θον στο Παλάτι. Αναφέρει, πως έχετε πολλά να πείτε οι δυο σας και πιστεύω πως έχει να κάνει με τον κρύσταλλο».
«Που ξέρει ο Βασιλιάς για τον κρύσταλλο;» ρώτησε απορημένη η Νόρμα.
«Ο πατέρας σου, κορίτσι μου, μου είπε πως πριν δύο μέρες έφθασε κοράκι από τον Κόμη Βοργκ του Βόργκαστ, που ανέφερε πως ο κρύσταλλος του πεπρωμένου έρχεται στην Ιλούμιναρ, στα χέρια ενός άνδρα που λέγεται Θον. Εμπιστεύομαι τον Βασιλιά Ζέμεκυς και του είπα ποιος είσαι και τι βρήκες, όχι βέβαια με όλες τις λεπτομέρειες που γνωρίζω, αλλά φάνηκε να κατέχει τους μύθους πολύ καλύτερα από εμένα. Πρέπει να τον συναντήσεις Θον!»
«Πατέρα, είναι μεγάλη ανάγκη να φθάσω όσο πιο γρήγορα γίνεται στην Τινέθιελ. Δεν έχω χρόνο να μπλέκω σε παιχνίδια βασιλέων. Εδώ κρίνεται το μέλλον του κόσμου και…»
Τον έκοψα πριν μπορέσει να συνεχίσει.
«Και πως νομίζεις πως μπορείς να πας στην Τινέθιελ; Η Αυτοκρατορία του Νότου ελέγχει όλη την περιοχή και είναι θέμα χρόνου να χτυπήσουν και την πόρτα της Ιλούμιναρ. Δεν έχεις επιλογές εδώ, γιε μου».
Το σκέφτηκε για λίγο, έπαιξε άλλη μια φορά με τον κρύσταλλο στα χέρια του και τελικά αποφάσισε να δεχθεί την πρόσκληση του Βασιλιά. Μαζί προχωρήσαμε κάποια στενά ακόμα, αφήνοντας τους άλλους στο νέο σπίτι του Γκόλαρ, όπου είχαν μαζευτεί φίλοι από την Τινέθιελ να τους υποδεχτούν. Τα απότομα σοκάκια της γειτονιάς του Γκόλαρ οδηγούσαν, έπειτα από πολλές στροφές, στη μεγαλύτερη πλατεία της Νενάτ και το πρόσωπο του Θον έμοιαζε να λάμπει από την ομορφιά της. Τόσο όμορφη ήταν η Πλατεία της Δημιουργίας, εκεί όπου λέγεται πως φτιάχτηκε η πρώτη πόλη των ανθρώπων. Στο κέντρο της, το άγαλμα του Ρόμπερτ του Πρώτου, του πρώτου Βασιλιά της Νενάτ όπως την γνώριζε ο λαός ως και στις μέρες μας. Ο Πρώην Βασιλιάς έμοιαζε καθισμένος σε ένα βράχο, καθώς φημιζόταν πως είχε μείνει ανάπηρος όταν έψαχνε να βρει τα ξωτικά στα δάση της Τινέθιελ. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε καρφωμένο στο έδαφος το σπαθί του, ενώ στο δεξί έναν πυρσό του οποίου η φωτιά φαινόταν από κάθε σημείο της Ιλούμιναρ και έκαιγε μέρα νύχτα. Ακριβώς πίσω από το άγαλμα έστεκε περήφανο το Παλάτι του Βασιλιά, με τους ψηλούς λευκούς κίονες του να προκαλούν δέος και ανατριχίλα και μια δεύτερη φωτιά να καίει αιώνια στην κορυφή του. Οι οροφές ήταν στολισμένες με πολύχρωμα καφετί και γαλάζια κεραμίδια και ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία το πιο διάσημο κτίσμα σε όλη την Ιόλια. Περάσαμε ανάμεσα από τους κίονες και μπήκαμε στην κεντρική αίθουσα του παλατιού. Μετά από ελάχιστη αναμονή οδηγηθήκαμε στην Αίθουσα του Θρόνου, έναν τεράστιο ορθογώνιο χώρο, γεμάτο πίνακες στους τοίχους και με λευκορόδινες κουρτίνες να κοσμούν τα παράθυρά του. Στο τέλος της Αίθουσας ο Θρόνος του Κόσμου ορθωνόταν περήφανα πάνω από αρκετά σκαλοπάτια, αγναντεύοντας την Πλατεία από το διπλανό τεράστιο παράθυρο.
«Θον, έλα κοντά μου» ακούστηκε με τραχιά φωνή ο Βασιλιάς Ζέμεκυς από την κορυφή του θρόνου.
«Βασιλιά Ζέμεκυς, είναι τιμή μου που με καλείται εδώ. Τι θα θέλατε από εμένα;»
Ρωτώντας το αυτό, σήκωσε το κεφάλι και αντιλήφθηκε την τεράστια απόσταση που είχε ο θρόνος από το έδαφος. Εκεί ψηλά ο Βασιλιάς Ζέμεκυς, ένας λεπτός, ντυμένος στα λευκά και πορφυρά άνδρας τον κοιτούσε ανέκφραστα.
«Το ποιος έχει την τιμή να συναντά ποιον θα το κρίνουμε στο τέλος της κουβέντας μας νεαρέ. Πες μου, συνάντησες το Πνεύμα των Βουνών;»
«Ναι», απάντησε διστακτικά ο Θον. «Ίσως. Μέχρι τώρα πίστευα πως συνάντησα τον Δρυΐδη των Ίβριλ», ο Βασιλιάς είχε πλέον κατέβει τις σκάλες και ήταν απέναντι του.
«Οι ιστορίες και οι μύθοι είναι διαφορετικοί για κάθε λαό, αλλά με κάποιο περίεργο τρόπο συναντιούνται και αλληλοσυνδέονται».
«Εγώ; Νόμιζα πως μιλάμε οι μύθοι δεν ισχύουν Βασιλιά μου».
«Μα φυσικά!», ο Ζέμεκυς χαμογελούσε διάπλατα. «Έλα μαζί μου».
Τον οδήγησε σε μια αίθουσα πίσω από το θρόνο που έμοιαζε με θησαυροφυλάκιο. Προχώρησαν μέχρι το αντίπερα βάθος της και στάθηκαν μπροστά από έναν πίνακα που γέμιζε ολόκληρο τον τοίχο.
«Τι βλέπεις εδώ νεαρέ;»
«Μάχες, δράκους, μια λίμνη και…» κοίταξε λίγο καλύτερα τον πίνακα. Στη κέντρο του στεκόταν ένας πολεμιστής λουσμένος στο αίμα. Κρατούσε στα χέρια του κάτι σφιχτά στα χέρια του και φώναζε λες και έβγαζε την πιο ανατριχιαστική κραυγή μάχης. «Ποιος είναι αυτός;»
«Αν το κουτό μου το μυαλό τα συνδυάζει καλά και δεν έχει τα έχει χάσει λόγω ηλικίας, αυτός είσαι Θον. Ο συγκεκριμένος πίνακας βρίσκεται εδώ από την εποχή του Ρόμπερτ του Πρώτου και όλα τα σημάδια τείνουν προς σε αυτό. Θον, εσύ είσαι ο εκλεκτός που θα καταστρέψει το σκοτάδι και είμαι σίγουρος πως η Αυτοκρατορία του Νότου είναι αυτό το σκοτάδι ενάντια στο οποίο πρέπει να παλέψεις!»
«Πως γίνεται ο Βασιλιάς της Νενάτ να πιστεύει σε μύθους, σε μαγεία και όλα αυτά…».
Ο Βασιλιάς τον έκοψε με ένα νεύμα. «Μόνο ένας ανόητος πιστεύει πως η μαγεία και οι μύθοι είναι απλά παραμύθια. Για τους Βασιλείς της Νενάτ η μαγεία δεν έπαψε ποτέ να βρίσκεται εδώ, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να την καταλάβουμε ή να τη χειριστούμε. Άκουσε με. Ακόμα κι αν οι ρούνοι και τα μαγικά γριμόρια δεν βγάζουν νόημα, η πεποίθηση αυτού του λαού, η οποία έχει μείνει χαραγμένη σε όλους τους Νενατιανούς που ασχολούνται ακόμα και σήμερα με το παρελθόν, είναι πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο και πως μετά την αναπόφευκτη σκοτεινότερη μέρα θα ανατείλει ξανά το λαμπρότερο φως. Και ίσως το πραγματικό κακό που αναφέρουν οι γραφές ναι είναι εδώ. Οι κατάσκοποί μου αναφέρουν πως είδαν μια απόκοσμη γυναικεία παρουσία κοντά στην Τινέθιελ, αρκετά κοντά στα στρατεύματα της Αυτοκρατορίας. Μήπως γνωρίζεις κάτι γι’ αυτό;»
«Δυστυχώς δεν μπορώ να σας βοηθήσω».
«Μπορείς όμως να πολεμήσεις για εμένα», απάντησε κοιτάζοντάς τον διεξοδικά. «Κοίταξε Θον. Είμαι ένας άνθρωπος που πιστεύει στο πεπρωμένο και στη μοίρα και αυτό πιστεύω το έχεις καταλάβει πλήρως. Αν κάτι από όλα αυτά που περιτριγυρίζουν εσένα και αυτόν τον κρύσταλλο είναι αλήθεια, οφείλεις να είσαι εκεί έξω και να πολεμάς για το δίκαιο. Γι’ αυτό σου προτείνω να γίνεις μέλος της Λευκής Φρουράς, του προσωπικού μου στρατού, που θα ηγηθεί τον πόλεμο έναντι στην Αυτοκρατορία του Νότου. Εννοείται πως μπορείς να φέρεις μαζί σου και τους δικούς σου έμπιστους πολεμιστές».
«Δεν μπορώ να σου απαντήσω αμέσως, Βασιλιά μου, αλλά θα το σκεφτώ, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Νιώθω μεγάλη τιμή και υπόσχομαι να απαντήσω σύντομα».
«Θα περιμένω, Θον της Τινέθιελ. Θα περιμένω».
Μετά την αναπόφευκτη σκοτεινότερη μέρα θα ανατείλει ξανά το λαμπρότερο φως.