Τα Χρονικά του Βάρδου

Επίλογος (Τα Χρονικά του Βάρδου #20)

Ο Θον ήταν νεκρός. Ο στρατός της Νενάτ αποδεκατισμένος και η Αυτοκρατορία ήταν πλέον ακέφαλη. Η πιο καταστροφική μάχη που είδε ο κόσμος εδώ και αιώνες πλησίαζε στο τέλος της. Η μαγεία, το Δώρο της Έα, Αφυπνίστηκε. Η Κρένια δεν υπήρχε πια και μαζί της το σκοτάδι αφέθηκε ελεύθερο. Για πρώτη φορά εδώ και αιώνες η μαγεία επέστρεψε στην ολοκληρωτική της μορφή στην Ιόλια. Τα ξωτικά χάθηκαν για τόπους άγνωστους, μακριά από τον πόνο, την δυστυχία και τον καημό που επικρατούσε γύρω από τον κέντρο του κόσμου. Το επόμενο πρωί θα ξημέρωνε, και ο ήλιος θα ήταν πάλι στον ουρανό. Ο Θον δεν επέτρεψε στο σκοτάδι να νικήσει εκείνη τη μέρα, όμως η μαγεία απελευθερώθηκε στην Ιόλια και πλέον ήταν στο χέρι του ανθρώπου να τη δαμάσει, να την ελέγξει ή επιτέλους να την κατανοήσει.

Ο Κόμης Βοργκ δεν έχασε ευκαιρία και ανέλαβε την εξουσία της Αυτοκρατορίας, ως ο μεγάλος νικητής της Μάχης της Τινέθιελ. Οι εναπομείναντες μαχητές της Ιόλια, μαζί με τους Ίβριλ πολεμιστές, πάλεψαν για το αποκρυσταλλωμένο σώμα του Θον, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πολλοί σκοτώθηκαν, ακόμα περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν και ελάχιστοι επέστρεψαν στην Ιλούμιναρ. Ανάμεσα τους και ο Νέντος με τον Σαράχι, οι οποίοι μας μίλησαν για την τραγική κατάληξη του γιου μου, την αυτοθυσία του για την σωτηρία του κόσμου. Έκλαψα και πόνεσα, θύμωσα, αλλά στο τέλος κατάλαβα πως πάντα αυτός ήταν ο σκοπός του. Ο γιος μου, στο τέλος, έγινε μεγαλύτερος ήρωας απ’ ότι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς όταν ξεκινήσαμε από το Βάμπουργκ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη λύπη από ένα γονιό που χάνει το παιδί του, αλλά ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Με όσες δυνάμεις είχα, έπρεπε να προστατέψω τη Νόρμα και το παιδί που κουβαλούσε στα σπλάχνα της. Αυτοί ήταν η οικογένεια μου πλέον.  Η Νόρμα, στο άκουσμα του θανάτου του άνδρα της, κατέρρευσε, αλλά ήταν σκληρή και δυνατή και γυναίκα και γρήγορα επανήλθε. Το παιδί της είχε μεγαλύτερη σημασία από το δικό της θρήνο.

Μετά από λίγες μέρες η Αυτοκρατορία εξαπέλυσε την τελευταία επίθεσή της έναντι στην Ιλούμιναρ. Ο Βασιλιάς Ζέμεκυς διέταξε την απομάκρυνση των γυναικόπαιδων και των ηλικιωμένων και μας έστειλαν στη νησιωτική χώρα, Σεράνια. Ο Αν Ταμπά έμεινε πίσω, καθώς ήταν άρρωστος και ήθελε να πεθάνει στην Ιόλια. Το ίδιο έκαναν και ο Νέντος, ο Σαράχι, ο Μπάρακ και η Ίριεν και πολέμησαν στην πολιορκία της Ιλούμιναρ. Η πόλη του φωτός έπεσε. Όλη η Ιόλια πλέον βρισκόταν υπό το ζυγό της Αυτοκρατορίας.

Με τη Νόρμα φτιάξαμε μια νέα οικογένεια στη Σεράνια. Εγώ ξεκίνησα να δουλεύω ως τροβαδούρος σε πλούσια αρχοντικά, συνεχίζοντας τη δουλειά που έμαθα στον Θον όταν ήταν μικρός, ενώ η Νόρμα έπιασε δουλειά σε μια γειτονική ταβέρνα. Δεν ζούσαμε πλουσιοπάροχα, αλλά τα καταφέρναμε.

Κάποια στιγμή, λίγο πριν φύγουμε από την Ιόλια, όλα τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο βυθό της Τινέθιελ, στις άγνωστες περιοχές των Βουνών του Χάους και στο μυαλό του Θον, ήρθαν σε μένα σαν όνειρο. Ένα τόσο πραγματικό όνειρο. Ίσως, η μαγεία αποφάσισε πως αυτή η ιστορία δεν έπρεπε να ξεχαστεί.

Για αυτό αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο. Για σένα Έρεν, που κάθε μέρα που μεγαλώνεις θυμίζεις τόσο τον Θον της Τινέθιελ. Ας είναι «Τα Χρονικά του Βάρδου» ο τρόπος για να γνωρίσεις τον πατέρα που δεν είχες ποτέ σου, όπως τον έζησα εγώ και όλοι αυτοί που τον αγάπησαν. Εύχομαι να ζω μέχρι τότε και να μιλήσουμε, να κλάψουμε και να πιούμε μαζί, για τον Θον της Τινέθιελ και την ιστορία του κρυστάλλου. Και πάντα να θυμάσαι πάντα, Έρεν, πως η ελπίδα κρύβεται ακόμα και στα πιο σκοτεινά σημεία. Ακόμα κι αν όλα μοιάζουν αδύνατα, ένα μόνο έχεις να κάνεις. Να κινείσαι πάντα προς το φως και να γίνεις εσύ η ελπίδα που χρειάζεσαι. Σαν τον πατέρα σου.

Τέλος

Comments

comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.