Ξύπνησαν με το γλυκό αεράκι να τους χαϊδεύει τα πρόσωπα, τα πουλιά να κελαηδούν και την χλόη που περιέργως επιζούσε εκεί να τους κρατά ζεστά στην αγκαλιά της. Απέναντί τους έβλεπαν τον ωκεανό να χτυπά με δύναμη τα άγρια βράχια, στα οποία κατέληγε αυτός ο καταπράσινος παράδεισος. Γύρω τους υπήρχαν, δέντρα, θάμνοι και μια μοναχική ξύλινη παράγκα στην άκρη του γκρεμού.
«Τι είναι αυτό το μέρος;» ρώτησε ο Νέντος, τρίβοντας τα μάτια και προσπαθώντας να αντιληφθεί την ομορφιά που αντικρίζει. «Δεν γίνεται να είναι αληθινό. Είμαστε τόσο μακριά από τη θάλασσα!»
«Υπέροχο!» Η Νόρμα λάτρευε τα λουλούδια. Είχε πλέον χαθεί στην απέραντη χλόη που κάλυπτε τα πάντα και έμοιαζε με μικρό παιδί ανάμεσα στα αγαπημένα της πράγματα.
Κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια και όλων των ειδών και χρωμάτων τα άνθη στόλιζαν το χώρο, όντας σε απόλυτη αντίθεση με τα απόκρημνα βράχια από κάτω τους.
«Και τι κάνουμε τώρα; Πως φτάσαμε εδώ; Που είναι τα βουνά;»
«Ας ελέγξουμε εκείνη την καλύβα» πρότεινε ο Θον και όλοι ακολούθησαν.
Χτύπησαν την πόρτα τρεις φορές, αλλά δεν απάντησε κανείς. Κοίταξαν μέσα από το παράθυρο, αλλά το μέρος ήταν σχεδόν άδειο. Και τότε η φωνή που ακούστηκε στα Βουνά του Χάους τους μίλησε ξανά, μόνο που τώρα έμοιαζε να έρχεται από κάπου πολύ κοντά τους.
«Μην χτυπάτε άδικα. Αυτός που έμενε εκεί έχει φύγει εδώ και πολύ καιρό».
«Και ποιος είσαι εσύ γέρο;» απάντησε απότομα ο Σαράχι.
Ο γέροντας στεκόταν πίσω τους με μια μαγκούρα στο χέρι και ένα περιστέρι στον ώμο του. Τα ρούχα ήταν φτωχικά και πολυφορεμένα, ενώ οι ρυτίδες είχαν γεμίσει κάθε σπιθαμή του προσώπου του.
«Εσύ ποιον ψάχνεις ανυπόμονε νεαρέ Ίβριλ;»
«Μέγα Δρυΐδη; Εσύ είσαι; Συγχώρα με για την αγένεια μου» και πέφτοντας στα πόδια του άρχισε να δακρύζει.
Ο Μέγας Δρυΐδης στην παράδοση των Ίβριλ ήταν ο μοναδικός εκ των ηγετών τους που κατάφερε να κερδίσει την αθανασία. Και απ’ όταν το έκανε χάθηκε από την Ιόλια.
«Χάσαμε την πατρίδα μας, η Πεδιάδα του Βαράν χάθηκε για πάντα. Ακολουθήσαμε τις γραφές λοιπόν και ήρθαμε σε σένα» δήλωσε με τρεμάμενη φωνή η Νόρμα. «Ώστε όλα είναι αλήθεια τελικά!»
«Η αλήθεια έχει πολλές όψεις νεαρή μου και πολλές ερμηνείες επίσης. Ποιος μπορεί να ξέρει τι είναι αληθινό και τι όχι. Και ναι ίσως μπορείτε να με αποκαλέσετε και Δρυΐδη».
«Όπως αυτός ο κόσμος», απάντησε αποφασιστικά ο Ρεμύ. «Μοιάζει να είναι αληθινός, αλλά είναι πραγματικά;»
«Μεγάλη είναι η σοφία σου ιερέα και θα σου χρειαστεί στις μάχες που έρχονται. Αν εσύ θέλεις να είναι πραγματικός, τότε είναι, αν όχι, τότε ζούμε ένα όνειρο. Αλλά τι εμποδίζει ένα όνειρο να γίνει πραγματικότητα;»
Τα λόγια του υποφαινόμενου ως Μέγα Δρυΐδη προβλημάτισαν τον Ρεμύ και δίστασε να απαντήσει άμεσα. Προτού όμως να προλάβει να οργανώσει τη σκέψη του, πετάχτηκε ο Θον.
«Πίστη! Θέλει πίστη για να αποδεχτείς το διαφορετικό, το αλλόκοτο. Και χωρίς αυτήν ο κόσμος είναι χαμένος».
Η φιγούρα που έστεκε απέναντί τους, τον κοίταξε γαλήνια και με πατρική στοργή. Έμοιαζε να τον γνωρίζει από καιρό, αλλά το πρόσωπο του ήταν μπερδεμένο, λες και δεν ήταν άνθρωπος ή λες και κουβαλούσε γνώση και εμπειρίες αιώνων. Ο Θον όμως τον άκουγε με προσοχή, γιατί ο κέρδισε τον σεβασμό του από την πρώτη στιγμή που τους μίλησε.
«Πολύ σωστά, πολύ σωστά. Δεν είναι περίεργο που είσαι, αυτός που είσαι! Έφτασε η ώρα και οι ουρανοί θα ανοίξουν. Κατανοώ την απορία στα βλέμματά σας. Αυτό που θα ακούσετε είναι ένα κομμάτι της ιστορίας της Ιόλια, την οποία κατανοούσαν και δόξαζαν τα ξωτικά της Τινέθιελ».
«Ώστε τα ξωτικά, όντως υπήρχαν;» ρώτησε ο Νέντος πριν καθίσει με τους υπόλοιπους γύρω από ένα μεγάλο δέντρο που είχε θέα τον ωκεανό, με τον Μέγα Δρυΐδη στη μέση και διάφορα ζώα που είχαν μαζευτεί, μαγεμένα και σε πλήρη αρμονία με την παρουσία του. Και ξεκίνησε την ιστορία.
«Πολλές χιλιετίες πριν, η δύναμη που αποκαλούμε Έα έδωσε ζωή σε αυτόν τον κόσμο. Διάφορα πνεύματα ήρθαν να τον κατοικήσουν και αργότερα γεννήθηκαν οι άνθρωποι, τα ξωτικά και όλες οι άλλες φυλές. Τα ισχυρότερα πνεύματα που ήρθαν για να κατοικήσουν στην Ιόλια, τα ονόμασαν Θεούς και τους λάτρευαν σαν καθοδηγητές στη ζωή. Όμως, ξέχασαν την Έα, αν και αυτή δεν τους ξέχασε ποτέ. Συγκεκριμένα, δεν έφυγε ποτέ από αυτόν τον κόσμο. Ένα κομμάτι της ύπαρξής της έμεινε εδώ. Η Έα χάρισε στα πλάσματά της ένα δώρο αμέτρητης αξίας. Είναι η δύναμη που τα ξωτικά ονόμασαν μαγεία. Η δύναμη αυτή είναι αδύνατο να περιγραφεί, μα με τους αιώνες τα ξωτικά έμαθαν να τη χρησιμοποιούν και τη δίδαξαν και στους ανθρώπους. Ταυτόχρονα όμως ήρθε και το σκοτάδι στην Ιόλια. Η σκοτεινή μαγεία είναι μια έκφανση της δύναμης της Έα, η οποία πήγαζε από την αλαζονεία και το μίσος των ανθρώπων».
«Οι Θεοί των Δυνάμεων και οι Θεοί των Ιδεών δεν είναι όντως θεοί;» Ο Ρεμύ φαινόταν μαγεμένος από τη συζήτηση και προσπαθούσε να αδράξει όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε.
«Το ερώτημα ιερέα είναι αν ο άνθρωπος δημιουργεί τους θεούς ή αν οι θεοί τον άνθρωπο. Αν ισχύει το δεύτερο τότε η Έα είναι η μία και μοναδική Θεά του κόσμου. Όμως, η δύναμη της φαντασίας του ανθρώπου είναι αμέτρητη και μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα».
«Τι συνέβη και χάθηκαν τα ξωτικά;» ρώτησε με τεράστια απορία στα μάτια, ο Νέντος.
«Εκείνη ήταν η πιο σκοτεινή εποχή αυτού του κόσμου. Η χρήση της Μαύρης Μαγείας διαστρέβλωσε το όραμα της Θεάς. Πόλεμοι επί πολέμων διέλυσαν την Ιόλια. Έτσι, ο Άρχοντας Έαροντ και η Αρχόντισσα Βαλάριεν, αποφάσισαν να κλειδώσουν τη μαγεία για πάντα. Πρώτα, φυλάκισαν το σκοτάδι σε ένα γυναικείο σώμα, ένα δοχείο που δέχθηκε μέσα του όλες τις συμφορές και όλη την κακία των ανθρώπων. Όμως, φοβούμενοι τα χειρότερα και για αποφευχθεί η ανισορροπία των δυνάμεων θυσιάστηκαν, εγκλωβίζοντας την μυστικιστική δύναμη μία και καλή, παίρνοντας μαζί τους μια για πάντα το Δώρο της Θεάς. Έτσι, ο κόσμος ξέχασε τη μαγεία και οι ιστορίες του παρελθόντος έγιναν παραμύθια και μύθοι. Έτσι, χάθηκε ο πιο ένδοξος πολιτισμός που γνώρισε ποτέ αυτή η γη».
«Όμως, αυτός ο κρύσταλλος κάνει πράγματα ανεξήγητα. Νομίζαμε πως είναι μαγεία, αλλά αν έχει κλειδωθεί οριστικά, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό» δήλωσε ο Θον.
«Είναι ένα κατάλοιπο εκείνης της εποχής, που τώρα όμως, ξυπνάει. Έχει προφητευθεί, πως τα ξωτικά θα επιστρέψουν στον κόσμο, όμως ένας εκλεκτός των ανθρώπων θα διώξει το σκοτάδι μια για πάντα».
«Δρυΐδη, ο κρύσταλλος φέρεται παράξενα. Μου μιλάει, με ζαλίζει και πολλές φορές νομίζω πως με ελέγχει και με κατευθύνει. Πιστεύω, πως το φορτίο αυτό είναι δικό μου. Τι πρέπει να κάνω τώρα;»
Ο Θον αντιμετώπιζε για άλλη μια φορά τον Δρυιδη σαν ένα πρόσωπο που γνώριζε. Σαν κάποιον με τον οποίο είχε συναντηθεί ξανά ή σαν κάποιον που θα συναντούσε στο μέλλον, όμως αυτό ήταν το τελευταίο που τον ενδιέφερε αυτή τη στιγμή.
«Αυτό δεν μπορώ να το πω. Δεν είναι ο ρόλος μου σε αυτή την ιστορία να σου απαντήσω αυτά τα ερωτήματα» απάντησε ο γέρος. «Πρέπει, όμως, να πιστεύεις πως υπάρχει ελπίδα για αυτόν τον κόσμο και πως την κατάλληλη στιγμή θα είσαι στο κατάλληλο μέρος. Και εκεί πρέπει να κάνεις το καθήκον σου».
«Ποιο είναι το καθήκον μου;»
«Θα μπορούσα να σου πω, Θον της Τινέθιελ, όμως ο κόσμος δε λειτουργεί έτσι. Πολλά έμαθες ήδη και ακόμα περισσότερα έχεις να μάθεις μέχρι να τελειώσει αυτό το ταξίδι. Δεν μπορώ να σου πω το πεπρωμένο σου, αυτό οφείλει ο καθένας να το ανακαλύπτει μόνος. Πρόσεξε το σκοτάδι που έρχεται απ’ όλες τις κατευθύνσεις και τις μαύρες πανοπλίες που θέλουν να κυριεύσουν την Ιόλια, γιατί δεν ξέρουν ακόμα ποιος κυριεύει τους ίδιους. Όσο για εσάς, αγαπημένοι μου Ίβριλ, το σπίτι σας πλέον είναι όλη η Ιόλια και η φυλή σας έχει ακόμα πολλά να δώσει στον κόσμο».
Ο Μέγας Δρυΐδης σηκώθηκε, χάιδεψε λίγο τον Κουτ, που έμοιαζε σαν άκακο κουτάβι δίπλα του και κίνησε προς την καλύβα.
«Ε, περίμενε. Εσύ τι είσαι τελικά;» ρώτησε ο Νέντος.
«Έχει σημασία Νέντος της Βανέρια; Να έχεις το κεφάλι σου καθαρό και τα μάτια σου ανοιχτά. Κοίτα εκεί που θες να πας για να μην πας εκεί που κοιτάς καλέ μου τοξότη. Είχα κι εγώ ένα τόξο κάποτε… ωραίο όπλο. Να το εμπιστεύεσαι. Αντίο φίλοι μου, κοιμηθείτε και ξεκουραστείτε γιατί αύριο ξημερώνει μια νέα μέρα. Χρησιμοποιήστε τη γνώση προς όφελος σας και όλοι οι δρόμοι θα είναι ανοιχτοί», είπε και χάθηκε στην καλύβα.
Κανείς τους δε μίλησε. Ο όγκος πληροφοριών ήταν τεράστιος και δύσκολος να τον επεξεργαστούν, καθώς ο ήλιος έδυε και η κούραση τους κατέκλυζε.
Και κοιμήθηκαν, εκείνο το βράδυ καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο.