Τα Χρονικά του Βάρδου

Ένας Χρόνος (Τα Χρονικά του Βάρδου #14)

Έναν χρόνο αργότερα

Η Ιλούμιναρ έγινε το νέο μας σπίτι. Ξεκινήσαμε τις ζωές μας εκεί από την αρχή και, παρόλο που ήταν περίοδος πολέμου, ο χρόνος κυλούσε ήρεμα κα γαλήνια πίσω από τα γιγάντια τείχη της περήφανης πόλης. Τελικά, ο Θον πήρε την απόφαση να καταταγεί στη Λευκή Φρουρά και όσο περισσότερο περνούσε ο καιρός, τόσο λιγότερο ερχόταν να μας επισκεφτεί. Τον τελευταίο χρόνο δεν έπιασε ούτε μία στιγμή την άρπα του Βάρδου που χρησιμοποιούσε στο Βάμπουργκ. Τον ακολούθησαν ο Νέντος και ο Νταμιάν, οι δύο καλύτεροι πολεμιστές της Αντίστασης, αλλά και ο Μπάρακ, ο οποίος αποτέλεσε τον αρχηγό μας κατά την απουσία του Θον. Αντιθέτως, ο Σαράχι, αν και σκέφτηκε να πάρει μέρος και ο ίδιος, αποφάσισε πως ο τρόπος των Νενατιανών δεν του ταίριαζε και πως θα ξεκινούσε τη δική του μάχη. Ο Ρεμύ, επέστρεψε στην πατρίδα του κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα παραμονής του στην πόλη. Αν και στα χαρτιά αποτελούσε εχθρό της Νενάτ, έφυγε ως φίλος, ως αδερφός και με μια υπόσχεση πως θα συναντήσει ξανά το Θον.

Στον ένα αυτό χρόνο γενικής ηρεμίας είχαμε και ευχάριστα γεγονότα. Η Νόρμα έμεινε έγκυος. Ο καρπός του έρωτα της με τον Θον θα γεννιόταν τους επόμενους μήνες και θα έδινε μεγάλη χαρά σε όλη τη συντροφιά. Ο Θον όμως δεν πρόλαβε να χαρεί την όλη κατάσταση, καθώς οι στρατιωτικές του υποχρεώσεις τον έφερναν συνεχώς έξω από τα τείχη της πόλης. Τη Νόρμα, φρόντιζε η Ίριεν η σύζυγος του Μπάρακ και κάποιες φορές η μικρή Νένια που, αν και στεναχωριόταν πάρα πολύ κάθε φορά που έφευγε ο Νέντος, το έπαιζε σκληρή. Ένα παιδί μεγαλωμένο στον πόλεμο με μοναδική ανάγκη ένα πατρικό πρότυπο.

Όσο γαλήνια όμως κι αν παρέμεναν τα πράγματα εντός των τειχών της Ιλούμιναρ, άλλο τόσο πιο έντονος γινόταν ο πόλεμος έξω από αυτά. Όντας, μαζί με τον Αν Ταμπά, κοντά στο Βασιλιά Ζέμεκυς, μάθαινα τα πάντα από πρώτο χέρι. Η Αυτοκρατορία του Νότου, μετά την κατάκτηση της Τινέθιελ, δεν προχώρησε προς την πολιορκία της Ιλούμιναρ, παρόλο που θεωρητικά είχε τη δύναμη να το κάνει. Αντ’ αυτού, προσέλκυσε και άλλα μικρά κρατίδια, μεγαλώνοντας τόσο τα εδάφη της όσο και την πολεμική της δύναμη. Ο Αυτοκράτορας Βάραντος και οι σύμμαχοι του, ο Δούκας του Λιρεάν και ο Βασιλιάς Λεόρ της Ριάνεν, για τον οποίο ακούγονταν πως είχε συμμαχήσει παρά τη θέληση του, λόγω αδυναμίας του να αντισταθεί στις στρατιές της Βανέρια, είχαν συγκεντρώσει τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη που είχε δει ο κόσμος εδώ και αιώνες. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο πιο κοντά φτάναμε στη μέρα που θα επιτίθονταν στην Ιλούμιναρ, κατακτώντας τη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου και κατ’ επέκταση την Ιόλια την ίδια. Οι ασθενείς δυνάμεις της Νενάτ και του Βόργκαστ, που ακόμα παρέμενε σύμμαχος του πάλαι ποτέ λαμπρού βασιλείου, έμοιαζαν να μην είναι ικανές να αντέξουν στον παγκόσμιο αυτό πόλεμο που ήταν εν εξελίξει. Ωστόσο, η ελπίδα παρέμενε και βρισκόταν στο πρόσωπο του Θον.

Με τον καιρό, ο Βασιλιάς Ζέμεκυς επέτρεψε σε εμένα και τον Αν Ταμπά να μελετήσουμε τα αρχαία κείμενα. Ο Αν Ταμπά αναγνώρισε ανάμεσα στους χιλιάδες παπύρους και τα αμέτρητα βιβλία, πολλούς μύθους της φυλής του, ενώ η προσοχή όλων μας έπεσε πάνω σε μια μυστήρια φιγούρα. Μια εντυπωσιακή γυναίκα, που στον πίνακα που έδειξε αρχικά ο Βασιλιάς στο Θον, βρισκόταν δεξιά του ανθρώπου που θεωρούσαμε πως ήταν ο γιος μου. Επίσης, όλο και φούντωναν οι φήμες για μια παρόμοια γυναίκα, η οποία βρισκόταν πολύ κοντά στον Αυτοκράτορα Βάραντος και τον τελευταίο καιρό κατοικούσε μόνιμα στην Τινέθιελ. Πολλές από τις πληροφορίες που έφταναν στο παλάτι από τους ιχνηλάτες του Βασιλιά- ένας από αυτούς είχε γίνει και ένα δικό μας παιδί, ο Γκόλαρ-  ανέφεραν, πως αυτή κάνει κουμάντο στην Τινέθιελ και πως γύρω από τη λίμνη γίνονται συνεχώς ανασκαφές. Όμως, τίποτα μετά από εκείνο το σημείο δεν έβγαζε νόημα. Ακόμα και για τους Ίβριλ που πίστευαν ακόμα στη μαγεία του κόσμου, οι ρούνοι ήταν αδύνατο να ερμηνευθούν.

Όλα αυτά σε συνδυασμό με τον κρύσταλλο που έκαιγε το χέρι του, κάθε φορά που αναφερόμασταν σε αυτή τη γυναίκα, έκαναν το Θον να μας πει τα πάντα. Από τα λόγια του Μέγα Δρυΐδη, μέχρι τα οράματα και το όνειρο με τη Βαλάριεν, στο οποίο βούτηξε και βρήκε τον τάφο των ξωτικών, στο βυθό της λίμνης.

Έτσι αποφασίστηκε. Η Τινέθιελ έπρεπε να ξαναγυρίσει σε Νενατιανά χέρια και έφτασε η ώρα του μεγαλύτερου πολέμου που θα αντίκριζε ο κόσμος των ανθρώπων εδώ και χρόνια. Η  Λευκή Φρουρά θα ηγούνταν της μάχης με σκοπό να κατακτήσει τη λίμνη και να διώξει μακριά τα στρατεύματα της Αυτοκρατορίας, ενώ ο Κόμης Βοργκ έστελνε ήδη δυνάμεις από το Βόργκαστ για να βοηθήσουν στη μάχη. Αρχηγός του Νενατιανού στρατού ορίστηκε φυσικά ο Πρίγκιπας Ζέλαρ, γιος του Βασιλιά και αρχηγός της Λευκής Φρουράς. Παράλληλα αποτελούσε και τον προσωπικό εκπαιδευτή του Θον και τον βοήθησε να τελειοποιήσει την τέχνη του σπαθιού και του δόρατος καθώς και τον εισήγαγε σε ένα νέο στυλ μάχης. Η Λευκή Φρουρά είχε ως χαρακτηριστικό την άμυνα της, η οποία βασιζόταν κυρίως στο Τείχος Ασπίδων, μια αμυντική διάταξη κατά την οποία οι ιππότες της μαζεύονταν, γίνονταν ένα και προχωρούσαν καλυμμένοι από τις ασπίδες τους μέχρι τον εχθρό.

Και σε αυτή ακριβώς τη διάταξη βασίστηκε η μάχη της Τινέθιελ ,εκείνο το παγερό πρωινό.

Comments

comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.