Βρισκόμασταν πέντε ολόκληρες ημέρες στη Τινέθιελ. Η διαδρομή ήταν δύσκολη και γεμάτη εμπόδια που έμοιαζε να μας τα προκαλούσε το δάσος. Συνεχώς χάναμε το δρόμο μέσα στα χαοτικά ψηλά δέντρα του, όσα από αυτά ήταν ακόμη ζωντανά βέβαια. Κάτι κακό είχε συμβεί εδώ και η λογική έλεγε πως είχε σχέση με την εξαφάνιση των ξωτικών.
Τα ξωτικά λέγεται πως λάτρευαν την Τινέθιελ. Αν και δεν γεννήθηκαν κοντά στη λίμνη, έχτισαν το πιο οργανωμένο βασίλειό τους εδώ πριν από αιώνες. Η αρχαία και ενάρετη αυτή φυλή εξαφανίστηκε πριν από εκατοντάδες χρόνια, χωρίς καμία εξήγηση να φτάνει μέχρι τις μέρες μας, ούτε παραμύθια, ούτε μύθοι, τίποτα. Παράξενο αν σκεφτεί κανείς πόσα έχουν γραφτεί για τις ακόμα πιο μακρινές εποχές του βασιλιά Ρόμπερτ του Πρώτου των Ανθρώπων. Για τους κατοίκους της Ιόλια ήταν απλά ένας μύθος. Ένα παραμύθι για να διασκεδάζουν τα παιδιά τα βράδια. Το μόνο που γνωρίζουμε με σιγουριά είναι πως εκείνα τα αρχαία χρόνια γεννήθηκε η αίρεση του Θεού της Νύχτας, η οποία ήταν υπεύθυνη για το μεγαλύτερο αριθμό ανθρωποθυσιών στους Αρχαίους Θεούς της Ιόλια, των Θεών που σήμερα ονομάζουν Θεούς των Δυνάμεων.
Αν και λατρεύαμε την ιστορία και εγώ και ο Θον ξέραμε πως έπρεπε πλέον να κοιτάμε μόνο το μέλλον. Αυτό που είχε σημασία ήταν τα χαρούμενα πρόσωπα των χωριανών μας. Φύγαμε από τη σκλαβιά και από το κάστρο που σε όλους έμοιαζε με πέτρινο κλουβί για να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο αύριο. Μπορεί μέχρι τότε να μην ήταν και το ιδανικό, αλλά η ελπίδα παρέμενε άσβηστη. Στήσαμε σκηνές και μέναμε δίπλα από τη λίμνη με το ψάρεμα και το κυνήγι να αποτελούν τα σημαντικότερα κομμάτια της επιβίωσής μας. Αυτή η ζωή ίσως να άρεσε περισσότερο στη γυναίκα μου από τις ιστορίες μου. Πόσο περήφανη θα ήταν η Μύρσα για το γιό μας!
Όλοι θαύμαζαν τον Θον γιατί έδειξε πραγματικά ηγετικές ικανότητες σε αυτό το ταξίδι. Φαίνεται πως η Μαύρη Αντίσταση δεν ήταν απλά ένας ωραίος τίτλος. Αυτά τα παιδιά, κρυφά, είχαν προπονηθεί και εξασκηθεί περισσότερο απ’ ότι πρόδιδε η εμφάνισή τους. Ο ιχνηλάτης συγκεκριμένα μου είπε ότι εξασκούσε την τέχνη του όταν οι παλιοί του άρχοντες έπαιζαν το «παιχνίδι των σκλάβων». Το παιχνίδι ήταν απλό. Αμολούσαν σε ένα δάσος γεμάτο με άγρια ζώα μερικούς επίλεκτους-άτυχους δούλους , όσο αυτοί έπαιζαν σε στοιχήματα την επιβίωση τους. Με ζωντάνια μου περιέγραφε την ανακούφιση και ικανοποίηση που ένιωθε όταν τα απογοητευμένα μάτια τους τον έβλεπαν να βγαίνει πάντοτε ζωντανός. Επί τρία ολόκληρα χρόνια επιβίωνε με αυτόν τον τρόπο ο Γκόλαρ .
Άλλο εξέχων μέλος της Αντίστασης ήταν ο Νέντος, ο τοξότης, ο οποίος ισχυριζόταν ότι μπορεί να στοχεύσει είκοσι κινούμενους στόχους σε λιγότερο από ένα λεπτό, και ο Νταμιάν, η φυσική δύναμη της ομάδας. Ο Νταμιάν βοήθησε περισσότερο απ’ όλους στο στήσιμο των σκηνών και ήταν ο βράχος που στήριζε όλη την ομάδα στις δυσκολίες. Ένα τρελό συνονθύλευμα πολεμιστών που αρχικά δε σου γέμιζαν το μάτι, αλλά δούλευαν σαν καλοκουρδισμένη μηχανή λόγω του Θον. Ο Θον έδινε μία ισορροπία και μια σιγουριά στη Μαύρη Συμμαχία και αποτελούσε τον ιδανικό αρχηγό αυτής της προσπάθειας. Έδειχνε σκληρός και στις δυσκολίες έβρισκε πάντοτε τη λύση, αλλά επειδή τυγχάνει να είναι και γιός μου, αναγνώριζα το βλέμμα του. Ήταν το βλέμμα του πόνου και της αγωνίας. Και εκείτο το κρύο βράδυ ίσως να κατάλαβα γιατί το κουβαλούσε σαν ασήκωτο φορτίο.
Οι περισσότεροι είχαν κοιμηθεί μετά τα τραγούδια του Θον για το Ιμράλντιν και τον Πόλεμο των Βουνών, όταν καθίσαμε οι δυο μας στην άκρη της λίμνης. Χάρηκα ιδιαίτερα που είχα την ευκαιρία να περάσω μερικές προσωπικές στιγμές με το παιδί μου, γιατί απ’ όταν φύγαμε από το Βάμπουργκ δεν είχα βρει την ευκαιρία να του μιλήσω κατ’ ιδίαν. Ανοίχτηκα στον γιό μου και του είπα το πόσο όμορφο φαίνεται το μέλλον, αν και αβέβαιο, και το μόνο που μου είπε είναι πως δεν καταλαβαίνω. Με το ζόρι κατάφερα να μου εξηγήσει.
«Πατέρα, η εξέγερση δεν έγινε μόνο για την ελευθερία μας από τη σκλαβιά» δήλωσε λυπημένος. «Αυτό που θα συμβεί θα έχει σχέση με την ελευθερία όλης της Ιόλια. Και κάτι στα οράματα μου με καλεί να πάρω θέση. Να το αλλάξω!»
«Τι βλέπεις Θον;» τον ρώτησα, αμφισβητώντας ενδόμυχα για πρώτη φορά στη ζωή μου τα λογικά του.
«Πόνο. Αμέτρητο πόνο. Και φλόγες και θάνατο. Κάτι θα συμβεί στην Ιόλια, πατέρα, και αυτό είναι ανώτερο από όλους μας. Όμως, μέσα μου νιώθω πως μπορώ να το αποτρέψω. Να αλλάξω την ιστορία και το μέλλον γιατί αυτό που βλέπω είναι σίγουρα το μέλλον. Είναι και αυτή η φωνή…»
«Η φωνή;»
Στα μάτια του έβλεπα έναν τρομαγμένο αλλά και αποφασισμένο άνδρα.
«Στο τέλος κάθε ονείρου, οράματος, πες τα όπως θες, ακούω μια φωνή. Μια γυναικεία φωνή να με καλεί».
«Και τι σου λέει;»
«Σώσε με….» αποκρίθηκε κοιτώντας τα νερά της λίμνης πάνω στα οποία τα αστέρια χόρευαν με το ελαφρό κύμα. «Και νομίζω πως με καλεί στην Τινέθιελ. Το ένστικτό μου λέει να μείνω εδώ. Και δε με έχει βγάλει ποτέ λάθος μέχρι στιγμής».
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα αργά αφού είχα ήδη σημειώσει ότι μου ανέφερε. Σκεπτόμουν όλα αυτά που μου είπε ο Θον. Είναι τρελός ο γιός μου; Και αυτή η φωνή; Πάντως φαινόταν να τα πιστεύει πολύ όλα αυτά. Ίσως η λίμνη να ήταν η απάντηση σε όλα. Ίσως οι μύθοι που μιλάνε για τη δύναμη της να είναι αληθινοί.