Όλα άλλαξαν εκείνη τη μέρα. Ο μεγαλύτερος πόλεμος μεταξύ των ανθρώπων της Ιόλια ολοκληρώθηκε με τον κόσμο να θρηνεί. Η Ιλούμιναρ, η λαμπρή πρωτεύουσα του Βασιλείου της Νενάτ, καταστράφηκε ολοσχερώς. Οι πλούσιοι δρόμοι της λεηλατήθηκαν, οι πιστοί του πρώην Βασιλείου εκδιώχθηκαν ή σφαγιάστηκαν, ενώ όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν το μακελειό στην πόλη και στο επίνειό της, το λιμάνι του Άραμιν, έγιναν πρόσφυγες στα νησιά του Νότου.
Την αμέσως επόμενη μέρα μια νέα αυγή ξημέρωσε. Ο πρώην Κόμης του Βόργκαστ, ο Βοργκ των Βουνών του Χάους, στέφθηκε Αυτοκράτορας, σε μια αποτρόπαια τελετή πάνω στα ερείπια του παλιού κόσμου. Κανείς δεν πίστευε πως ο μοναδικός ηγέτης που απέμεινε στην Αυτοκρατορία, ήταν ένας απλός Κόμης. Κι όμως, τα λόγια του, έκαναν όλους να καταλάβουν πως ο κόσμος δε θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος.
Στάθηκε πάνω στα συντρίμμια του λευκού παλατιού της Νενάτ. Στα πόδια του κείτονταν το άγαλμα του Ρόμπερτ, του Πρώτου Βασιλέα. Πάνω σε αυτό το κεφάλι του τελευταίου της λαμπρής γενιάς, του Βασιλιά Ζέμεκυς, είχε στερεωθεί με ένα ακόντιο και κοιτούσε χωρίς να βλέπει τον λαό της πρωτεύουσας.
«Με λυπεί το γεγονός πως έπρεπε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Η καρδιά μου σπαράζει καθώς βλέπω νέους της Ιόλια νεκρούς. Μα οι παλιοί σας αφέντες το ζήτησαν. Αυτοί που μετέτρεψαν τον άγιο αυτό τόπο σε ένα μιαρό κατασκεύασμα λατρείας κατώτερων θεών. Είμαι εδώ, όμως, για να ανοίξω τα μάτια σε όλους σας, όπως έκανε και η μεγάλη Θεά σε εμένα…».
Ο Βοργκ ήταν ένας ψηλός και γεροδεμένος άρχοντας, με πολεμική περιβολή και καταπονημένα μαλλιά, που θύμιζαν στρατηγό και όχι ηγεμόνα. Κι όμως, κάθε κουβέντα του περιείχε τέτοια θελκτικότητα που έκανε τον κόσμο να κρέμεται από τα χείλη του.
«…Η Έα, η Θεά που μας έκαναν να ξεχάσουμε είναι πάλι μαζί μας. Εκεί, στην αρχαία λίμνη Τινέθιελ, με έχρισε εκλεκτό να μεταφέρω το μήνυμα της Αφύπνισής της σε όλη την Ιόλια. Η Έα, η Μία Θεά, η ανώτερη όλων των θεϊκών υπάρξεων επανήλθε στα χώματα, στον άνεμο και στην ψυχή αυτού του τόπου. Η μαγεία της, που είχε ξεχαστεί από τους ανθρώπους εμφανίστηκε ξανά. Έγινα μάρτυρας της Αφύπνισης και από σήμερα αφήνω τη ζωή μου στα χέρια της».
Με αυτά του τα λόγια ύψωσε το χέρι του και το έτεινε προς έναν τραυματισμένο φρουρό. Το σώμα του άρχισε να συσπάται έντονα και σηκώθηκε, σαν ένα αόρατο σκοινί να τον κρατούσε στον ουρανό. Το σώμα συνέχισε το ταξίδι μπροστά στα μάτια των έκπληκτων κατοίκων και προσγειώθηκε δίπλα στο κομμένο κεφάλι του Ζέμεκυς. Ξαφνικά, όλα έπαψαν. Οι συσπάσεις σταμάτησαν, οι ουλές του σώματος εξαφανίστηκαν και το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη του στρατιώτη.
«Μα πως; Τι ήταν όλο αυτό;», δήλωσε κατατρομαγμένος μα εκστασιασμένος.
«Αυτό είναι το δώρο της Έα για όλους εμάς. Το παρελθόν που μας στέρησε τη Θεά και τη μαγεία της πρέπει να καεί. Στο νέο μέλλον που ανοίγεται εμπρός μας, θέλω όλους εσάς που μπορείτε να χειριστείτε το δώρο της. Κάποιοι θα έχετε ήδη καταλάβει τις αλλαγές στο σώμα και στο πνεύμα σας. Όλους εσάς, τους μάγους του νέου κόσμου, σας καλώ να χτίσουμε εδώ ένα νέο ναό προς τιμήν της. Μαζί να σφυρηλατήσουμε ένα καινούριο αύριο ευημερίας και κυριαρχίας του ανθρώπου. Που δηλώνετε υποταγή;»
«Σε εσένα Αυτοκράτορά μου..» ψιθύρισε κλαμένος ο στρατιώτης μόλις κατάφερε να σταθεί στα πόδια του.
«Λάθος. Στην Έα και στη Νέα Εποχή της Ιόλια. Στην Αυτοκρατορία!»
«Στην Αυτοκρατορία!»
Και κάπως έτσι άλλαξε ο κόσμος. Με βροντερά χειροκροτήματα και επευφημίες αυτών που ήθελαν να εκμεταλλευτούν το δώρο μιας ανώτερης ύπαρξης που δεν κατανοούσαν.
Το ξέρω καλά, γιατί ήμουν εκεί, ανάμεσα σε αυτούς που φώναζαν ρυθμικά τον τίτλο του νέου δυνάστη, ελπίζοντας να βρω και εγώ τη θέση μου ανάμεσα στους ηγέτες της νέας Ιόλια.
Το όνομά μου είναι Άζαρεθ και είμαι ένας μάγος της Αυτοκρατορίας.
Αυτό που πρέπει να καταλάβει κανείς για τη μαγεία είναι η ουδετερότητά της. Η Έα παρουσιάζεται ως μια αγνή θεότητα που επανήλθε για να προστατέψει την ανθρωπότητα. Ωστόσο, το δώρο της, η ικανότητα ορισμένων πεφωτισμένων μονάδων σε αυτό το συνονθύλευμα λαών και υπάρξεων που αποκαλούμε Ιόλια, επαφίεται στη χρήση του καθενός. Μπορείς να προσφέρεις μεγάλο καλό μέσω της μαγείας. Μπορείς να γιατρέψεις ασθένειες, να επουλώσεις πληγές και να δώσεις ανακούφιση σε μελλοθάνατους που δεν έχουν κάτι άλλο να ζητήσουν. Μπορείς, όμως, να επιφέρεις μεγάλες συμφορές σε όσους αντιστέκονται στη θέλησή σου. Και αυτό ήταν από τα πρώτα πράγματα που μάθαμε στην Ακαδημία του Αυτοκράτορα.
Περί τα είκοσι άτομα ξεκινήσαμε, σε ένα μικρό χαμόσπιτο, λίγες ημέρες μετά την κατάληψη της Ιλούμιναρ. Σύντομα, δύο χρόνια αργότερα ο υπέρλαμπρος ναός της Θεάς είχε φτιαχτεί στο σημείο του παλιού παλατιού της Νενάτ και ένας τεράστιος χώρος τέλεσης και εκμάθησης μαγείας δεσμεύτηκε για εμάς. Όταν ολοκληρώθηκε αριθμούσαμε λίγο λιγότερα από εκατό μέλη. Δάσκαλος μας δεν ήταν άλλος παρά ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, ο οποίος αυτοαποκαλέστηκε Μέγας Μάγιστρος, κατέχοντας έτσι όλες τις εξουσίες στη νέα Αυτοκρατορία του.
Στην Ακαδημία μας δίδαξε τα πάντα. Ήμασταν από τους λίγους που, λόγω του χαρίσματος μας, μπορούσαμε να διαβάσουμε τα αρχαία κείμενα που υπήρχαν στις βιβλιοθήκες της Νενάτ. Όλα αυτά τα κείμενα που μέχρι τότε δεν έβγαζαν το παραμικρό νόημα, η γνώση και το θείο χάρισμα της μαγείας τα έκανε τα σημαντικότερα έγγραφα στον κόσμο. Μέσω αυτών και της καθοδήγησης του Μέγα Μάγιστρου, διδαχθήκαμε επιθετικές, αμυντικές και θεραπευτικές γητείες και καταστροφικά ξόρκια με την υποβοήθηση κρυστάλλων και άλλων πετραδιών που ήταν ικανά να εξουδετερώσουν στρατιές ή και πόλεις ολόκληρες. Ήταν ξεκάθαρο σε όλους πως οι μάγοι της Ιλούμιναρ θα αποτελούσαν το ισχυρότερο όπλο στις τάξεις της Αυτοκρατορίας καθώς επέβαλε τον ζυγό της σε όλα μήκη της Ιόλια.
Εκεί ένιωθα σαν το σπίτι μου. Στον παλιό κόσμο, ήμουν απλά ένας εργάτης. Πολλά από τα γκρεμισμένα πλέον κτίσματα της Ιλούμιναρ πέρασαν από τα χέρια. Όταν, όμως, η μαγεία μου φανερώθηκε, ο δικός μου κόσμος άλλαξε μαζί με την Ιόλια. Στην Αυτοκρατορία ένιωθα ο εαυτός μου. Ένιωθα πανίσχυρος. Πίστευα πως, εγώ και οι σύντροφοί μου, κατείχαμε τη μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο. Και αυτό ήταν αλήθεια. Μερικοί από εμάς κατατάχθηκαν στον στρατό και κατέπνιξαν κάθε εξέγερση που προσπαθούσε να γεννηθεί. Όλοι τους γύρισαν πίσω αλώβητοι. Όλοι τους είχαν σκοτώσει εκατοντάδες εχθρούς και δέχθηκαν υποδοχή ηρώων.
Σχεδόν ταυτόχρονα με την ίδρυση της Ακαδημίας, ήρθε και η αρρώστια. Φήμες κυκλοφορούσαν για μια ανίατη ασθένεια που εμφανίστηκε μαζί με τη μαγεία της Έα, μα στην πρωτεύουσα ελάχιστοι είχαν επηρεαστεί. Ένα χρόνο μετά την έναρξη λειτουργίας της Ακαδημίας, τα πρώτα κρούσματα έφτασαν σε εμάς. Ο Μέγας Μάγιστρος επέλεξε μια ομάδα δέκα εκ των κορυφαίων μάγων μας, η οποία θα είχε σκοπό να μελετήσει και να αποκαλύψει τα μυστικά της Πληγής, όπως ονομάσαμε την ασθένεια. Οι δέκα έγιναν σύντομα οκτώ, καθώς δύο σύντροφοι πέθαναν κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Κι έτσι κάλεσαν εμένα.
Στη μυστική κατακόμβη στα βαθιά μπουντρούμια της Ακαδημίας ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με αυτό που ο υπόλοιπος κόσμος ονόμαζε “το σκοτάδι της Αυτοκρατορίας”. Ο πόλεμος είναι πόλεμος και δικαιολογεί κάθε μέσο. Αυτό έλεγα στον εαυτό μου για να τον καθησυχάζω και να τον κάνω να πιστεύει πως βρισκόταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Αυτά που αντίκρισα, όμως, στα βαθιά υπόγεια της πρωτεύουσας με έκαναν να αναθεωρήσω. Γιατί εκεί ήρθα αντιμέτωπος με τα θεμέλια πάνω στα οποία είχε χτιστεί αυτή η Αυτοκρατορία. Τις ανθρώπινες ζωές.
Με υποδέχθηκε το αστέρι της Ακαδημίας. Ο μάγος που δεν αποκάλυψε ποτέ την πραγματική του ταυτότητα σε όλους, παρά μόνο στον Μέγα Μάγιστρο τον ίδιο. Τον αποκαλούσαμε Πύθων, γιατί στη μοναδική του εξόρμηση έξω από τα τείχη κατάφερε να κατακερματίσει τρεις ολόκληρες πόλεις που αντιστέκονταν στην Αυτοκρατορία, κοντά στη Ριάνεν, εξαπολύοντας τις δυνάμεις χιλιάδων ερπετών εναντίον τους. Ήταν μια φιγούρα μυστήρια, με ουλές στο πρόσωπο και ήταν ξεκάθαρα μεγαλύτερος από εμένα που είχα την τύχει να επιζήσω για τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες.
«Πέρασε, αγαπητέ. Από εδώ είναι το εργαστήριο», η φιδίσια φωνή που ήταν τόσο ταιριαστή με το όνομά του, με κατεύθυνε σε ακόμα πιο βαθιά μπουντρούμια από αυτά που πίστευα πως υπήρχαν. «Οι σήραγγες αυτές φτιάχτηκαν στις αρχαίες εποχές, προτού καν χτιστεί ολόκληρη η Ιλούμιναρ. Οι μυστηριακές ενέργειες που και εσύ πιστεύω νιώθεις, είναι το ταιριαστό μέρος για… αυτό που κάνουμε» συμπλήρωσε ο Πύθων.
Ξαφνικά, ο χώρος άνοιξε και βρέθηκα εμπρός σε μια τεράστια αίθουσα με κρεμασμένα σώματα δεξιά και αριστερά. Μύριζε σαν βόθρος. Τα σώματα ήταν κατακρεουργημένα. Φαίνεται πως πέθαναν αφότου είχαν καρφώσει τα χέρια και τα πόδια τους στους δύο πασσάλους από τους οποίους κρέμονταν. Οι νεκρικές εκφράσεις που είχαν μείνει παγωμένες στον χρόνο το υποδείκνυαν αυτό. Είχαν αφαιρεθεί όλα τα όργανά τους και διαφυλάσσονταν σε ειδικά καφάσια ποτισμένα με ξόρκια διατήρησης, όπως μου εξήγησε ο Πύθων.
«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησα και η έκδηλη δυσαρέσκεια μου έγινε εύκολα αντιληπτή από τον Αρχιμάγο των μπουντρουμιών.
«Δικό μου λάθος. Έπρεπε να σε προετοιμάσω. Λοιπόν, η αλήθεια είναι πως η Πληγή δεν γιατρεύεται. Ό,τι και να έχουμε κάνει, έχει αποτύχει. Έτσι, αποφασίσαμε μαζί με τον Μέγα Μάγιστρο να χρησιμοποιήσουμε τους μελλοθάνατους για το καλό της Αυτοκρατορίας.
«Ποιο καλό μπορεί να προκύψει από αυτό;»
«Δύναμη πέρα από κάθε προηγούμενο. Για κάποιο λόγο οι μελέτες μας πάνω στα σώματα αυτά, έχουν δείξει πως κάτι άλλο κρύβεται πίσω από την Πληγή. Μια δύναμη, που αν καταφέρουμε να την ελέγξουμε, θα κάνει την Αυτοκρατορία ανίκητη. Πέρα από εμάς και σε άλλες πόλεις έχουν φτιαχτεί αντίστοιχα ερευνητικά κέντρα. Σκέψου πως έτσι γλιτώνουμε και από τις εκατόμβες νεκρών που σύντομα θα έχουμε από την Πληγή» δήλωσε ενθουσιασμένος ο Πύθων, τρίβοντας τα χέρια του.
«Δεν είναι ήδη πανίσχυρη η Αυτοκρατορία μας Αρχιμάγε;»
Σε αυτή την ερώτηση δεν έλαβα απάντηση, παρά μια διαταγή να αρχίσω την εργασία, ξεκαθαρίζοντας εντόσθια από το πιο πρόσφατο θύμα. Μία εβδομάδα άντεξα εκεί πριν αρχίσω να σιχαίνομαι τον ίδιο μου τον εαυτό. Αυτά που γίνονταν στα μπουντρούμια καλύτερα να μην γραφούν σε αυτό το κείμενο και ούτε πουθενά άλλου. Ας τα πάρω μαζί μου, μέχρι τον αναπόφευκτο θάνατό μου.
Αποφάσισα να το σκάσω ένα βράδυ χωρίς προετοιμασία. Σηκώθηκα και απλά πέρασα δεκάδες πόρτες στον υπόγειο αυτό λαβύρινθο χωρίς να συμβαίνει τίποτα. Μετά από μερικά λεπτά και παρά τα αμήχανα βλέμματα που εισέπραξα από δύο ακόμα μάγους που εργάζονταν στη βραδινή βάρδια, έφτασα στην κεντρική πύλη. Λίγο πριν την ανοίξω ένα ερπετό όρμησε και άρπαξε το χέρι μου. Το γράπωσε με αμέτρητη δύναμη και δεν έλεγε να το αφήσει. Ο Πύθων, σκέφτηκα, αλλά ο μάγος δεν υπήρχε πουθενά κοντά. Έτσι λειτουργούσε αυτός. Άφηνε τα δημιουργήματά του να κάνουν τη βρώμικη δουλειά.
Το γιγαντιαίο ερπετό είχε καρφώσει τα δόντια του στο αριστερό μπράτσο μου. Κάθε στιγμή η πίεση γινόταν όλο και εντονότερη, καθώς οι αισθήσεις εγκατέλειπαν το κορμί μου. Και τότε το αποφάσισα. Κατάφερα, πριν χάσω κάθε λογική, να εκτελέσω δύο ξόρκια. Με το ένα έκοψα το χέρι μου από τη ρίζα, ενώ με το δεύτερο έκαψα τόσο αυτό όσο και το τερατούργημα. Μόνο η Έα ξέρει πως κατάφερα να ανοίξω τη μικρή καταπακτή και να διαφύγω. Έτρεξα μακριά και εξαφανίστηκα. Και εκεί τελειώνουν οι αναμνήσεις μου από εκείνη τη μέρα.
Μέρες αργότερα ξύπνησα σε ένα καραβάνι για τον Νότο. Κανείς δεν ήξερε πως βρέθηκα εκεί. Γύρω μου όλοι ήταν ταλαιπωρημένοι, δεμένοι με αλυσίδες. Και εγώ φορούσα. Το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να σπάσει, ενώ το κομμένο χέρι μου δεν είχε καμία αίσθηση. Αποκοιμήθηκα ξανά. Μέσα μου φανταζόμουν τι ερχόταν, γι’ αυτό ήθελα να απολαύσω όσο μπορούσα τις τελευταίες μου ώρες στην Ιόλια.
Φτάσαμε στη Βανέρια όπου μας φόρτωσαν σε ένα καράβι για τα νησιά του Νότου. Μέρες και μέρες ταξιδεύαμε, μέσα στη βρωμιά και στη δυσωδία, ώσπου φτάσαμε στο θαύμα του Νότου. Η λαμπρή Σεράνια, δεν ανήκε στην Αυτοκρατορία και πολεμούσε εναντίον της. Κάποιος άκουσα πως μας αγόρασε από έναν αυτοκρατορικό Δούκα και μας φέρνουν στο νησί για εργάτες. Πριν αγκυροβολήσουμε μας έβγαλαν τις αλυσίδες και μας έδωσαν καθαρά ρούχα.
«Από τώρα τυπικά δεν είστε σκλάβοι, αλλά να θυμάστε πως η Αυτοκρατορία έχει μάτια παντού. Ένας ευγενής κύριος και σύμμαχός μας, σας αγόρασε. Για όλους τους άλλους, θα είστε εργάτες. Όταν, όμως, τα βλέμματα του κόσμου είναι στραμμένα αλλού, θέλω να θυμάστε για πάντα πως είστε ιδιοκτησία. Οποιαδήποτε αντίσταση θα τιμωρηθεί με θάνατο», φώναξε ένας φρουρός ντυμένος με ρούχα ψαρά.
Έτσι γίνονταν οι δουλειές μεταξύ των ευγενών που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν ακόμα και τον πόλεμο. Φαινομενικά η Αυτοκρατορία και η Σεράνια βρίσκονταν ακόμα σε πόλεμο, όμως το εμπόριο σκλάβων άκμαζε μυστικά μεταξύ των πλούσιων οικογενειών των δύο στρατοπέδων. Και έγινε γρήγορα αντιληπτό από όλους, πως και οι επτά άμοιροι που πηγαίναμε να παραδώσουμε τις ζωές μας, ήμασταν μάγοι.
Οι ικανότητες μας φάνηκαν πολύ χρήσιμες για τον άρχοντα, που το πρόσωπό του δεν το είδαμε ποτέ. Με τη μαγεία μας, κάναμε τη γη του πιο πλούσια, χτίσαμε μια υπερπολυτελή έπαυλη, μαζί με ένα μικρό φρούριο και νιώθαμε σχεδόν αυτόνομοι σε ένα νησί πολιτικά και οικονομικά μπερδεμένο. Μας τάιζε καλά και η φρουρά του δε μας φερόταν βίαια. Θα έλεγες πως για σκλάβοι ήμασταν κάτι παραπάνω από τυχεροί. Πολλές φορές μας άφηνε ασυνόδευτους να εμπορευθούμε στην πόλη. Ήταν σίγουρος πως κανείς δε θα το έσκαγε. Η Αυτοκρατορία είχε μάτια παντού ούτως ή άλλως.
Μια από εκείνες τις μέρες κίνησα μόνος μου για το λιμάνι για να ανταλλάξω προμήθειες. Το κάρο μου ήταν γεμάτο και ένιωθα σαν πραγματικός έμπορος. Ένιωθα ελεύθερος. Πριν φτάσω στην κεντρική αγορά του Λοξωτού Λιμένα, άκουσα φωνές παιδιών.
«Μάγος! Είσαι μάγος!»
«Κάνε κι άλλο! Κι άλλο!»
Η περιέργεια μου με έκανε να δέσω το κάρο και να ακολουθήσω τις φωνές. Η λέξη “μάγος” με έκανε να απορήσω για το πόσο εύκολα μπορούσαν μικρά παιδιά να την ξεστομίζουν και να χαίρονται. Προχώρησα λίγο ακόμα και εντόπισα την πηγή των φωνών. Μια μικρή ομάδα νεαρών παιδιών έστεκαν γύρω από ένα μελαμψό σχετικά παιδί, που επιδείκνυε τις άγουρες μαγικές του ικανότητες. Λίγα ξόρκια κατάφερνε να εκτελέσει έμφυτα που δεν είχαν καμία θεωρητική υπόσταση, αλλά έκαναν ξεκάθαρο το γεγονός πως ήταν χρήστης μαγείας και ίσως να είχε και κάποιο ταλέντο σε αυτή.
Σύντομα, εντόπισα μια ακόμα φιγούρα να έρχεται από το απέναντι στενό. Ένας μακρυμάλλης μετρίου αναστήματος άντρας με κυρτό ξίφος, και ελαφρύ κόκκινο πανωφόρι, ενδυμασία που είχαν μόνο ορισμένοι πειρατές του Νότιου Αρχιπέλαγους, πλησίασε τα παιδιά. Κρύφτηκα και παρακολούθησα.
«Ω, υπέροχο! Θα μου δείξεις και εμένα πως το κάνεις;» ρώτησε χαμογελώντας.
«Πρέπει να είσαι μάγος για να εκτελέσεις ξόρκια. Και εσύ δεν μπορείς. Είναι φανερό. Μόνο λίγοι είναι μάγοι. Και εγώ είμαι!» απάντησε παθιασμένα το παιδί.
«Ναι δεν είμαι. Αλλά έχω κάποιους φίλους που ξέρουν από αυτά και θα εκτιμήσουν τις ικανότητές σου».
«Η μητέρα μου δεν με αφήνει να φύγω πέρα από αυτά τα στενά» είπε το παιδί και έκανε να φύγει, αντιλαμβανόμενο την επιθετική αύρα του πειρατή. Όμως, αυτός όρμησε ξοπίσω του, τον έπιασε από το γιακά και έβαλε το ξίφος στο λαιμό του. Οι φίλοι και οι φίλες του μικρού που με τόσο πάθος τους έδειχνε τη μαγεία του, σκόρπισαν να σωθούν.
«Πάμε, τώρα θα ακολουθήσεις εμένα».
Δεν έπρεπε να επέμβω, το ήξερα. Κάθε ικμάδα του σώματος μου, όμως, ήθελε να ορμήσει και να σώσει το παιδί. Και αυτό έκανα. Σήκωσα μια πέτρα προσεκτικά από το έδαφος και με όλη τη δύναμη του μοναδικού χεριού μου την προσγείωσα στο κεφάλι του πειρατή. Άρπαξα το παιδί και χαθήκαμε μακριά. Τρέξαμε αρκετά μέχρι που με οδήγησε στους κατάλληλους δρόμους ώστε να αποφύγουμε κάθε πιθανή συνάντηση με τον εχθρό. Εκεί ξαπόστασα για λίγο εξαντλημένος.
«Πόσο χρονών είσαι;»
«Είμαι έξι. Δεν χρειαζόμουν σωτηρία. Θα ξέφευγα μόνος μου!» απάντησε θυμωμένα και με πληγωμένο εγωισμό το παιδί.
«Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;»
«Είμαι μάγος. Οι μάγοι είναι πανίσχυροι. Με δυο ξόρκια θα τον είχα καταστρέψει. Αλλά μπήκες στη μέση», απάντησε απογοητευμένος.
«Αλήθεια, ξέρεις να εκτελείς ξόρκια; Κανονικά εννοώ. Αυτά που μαθαίνεις από τα βιβλία. Έχεις πιάσει κανένα βιβλίο στο χέρι σου;»
«Ε… ξέρω! Θες να σου δείξω;»
«Όχι, όχι, δεν χρειάζεται. Άκου, όμως, μια συμβουλή. Οι μάγοι δεν είναι ανώτεροι από τον υπόλοιπο κόσμο. Κανένα χάρισμα δεν αρκεί για να σε κάνει άτρωτο. Υποφέρουν και πεθαίνουν, όπως όλοι οι άνθρωποι. Υπάρχουν στιγμές που το χάρισμα είναι επικίνδυνο. Σήμερα, μπορεί να πέθαινες, μπορεί και όχι, αλλά σίγουρα θα κατέληγες σκλάβος για κάποιον άρχοντα της Αυτοκρατορίας. Άνθρωποι σαν εσένα κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή από τους πειρατές και τους σκλαβέμπορους. Θα σε πωλούσαν σαν εμπόρευμα και κάθε μεγάλη ιδέα που έχεις για τον εαυτό σου θα έληγε. Δεν είσαι διαφορετικός, είσαι ευάλωτος. Να το θυμάσαι αυτό».
Ο μικρός παρέμενε αμίλητος. Ήταν ξεκάθαρο πως για πρώτη φορά άκουγε κάτι τέτοιο. Η ψεύτικη αλληλεγγύη στη Σεράνια, ήταν μόνο η εικόνα μπροστά στην πραγματική αλήθεια του κόσμου. Ένιωσα άσχημα που κατέστρεψα έτσι τα όνειρα ενός παιδιού, αλλά αυτό ήταν το καθήκον μου.
«Πως σε λένε, μικρέ;»
«Έρεν», απάντησε μονολεκτικά. «Εσύ ποιος είσαι;»
«Εγώ είμαι σαν εσένα και πραγματικά εύχομαι να μην καταλήξεις εσύ σαν εμένα. Φύγε, τώρα και να προσέχεις».
Ο Έρεν κίνησε να απομακρυνθεί και ξαφνικά γύρισε ξανά προς το μέρος μου.
«Αν, όμως, οι μάγοι κρύβονται γιατί φοβούνται, ποιος θα βγει μπροστά για να αλλάξει τον κόσμο και να βοηθήσει τους ανθρώπους;» ρώτησε με δυνατότερη φωνή.
Δεν είχα απάντηση. Έσκυψα το κεφάλι και εξαφανίστηκα. Γύρισα στο κάρο μου και συνέχισα τη μέρα μου ντροπιασμένος.
Εκείνο το τελευταίο βλέμμα του νεαρού, κάτι άλλαξε μέσα μου. Μου θύμισε τον εαυτό μου στην αρχή. Τότε που είχα ελπίδα. Ελπίδα, πως οι μάγοι όντως θα κάνουμε τον κόσμο καλύτερο. Μπορεί να πιστεύατε διαβάζοντας το κείμενο αυτό, πως αυτή είναι μια τραγική ιστορία. Όχι, είναι μια ιστορία ελπίδας. Γιατί αυτό είναι το μεγαλύτερο ανθρώπινο συναίσθημα. Αυτό που τόσο αληθινά μετάφεραν τα μεγάλα φωτεινά γαλάζια μάτια του παιδιού που τον έλεγαν Έρεν, κάτω από τον ήλιο της Σεράνια,
Λίγο αργότερα το έσκασα. Τρύπωσα σε ένα καράβι για το Βαραντίς και καταμεσής του πελάγου βαφτίστηκα ξανά. Πήρα το όνομα Ζεράρ, ένα όνομα που είχα διαβάσει παλιότερα σε αρχαία κείμενα, μα δεν θυμάμαι σε τι αναφερόταν. Ένιωσε, όμως, οικείο, λες και ήταν πάντα μέσα στο μυαλό μου.
Τώρα ελπίζω να βρίσκομαι πέρα από την Ατέρμονη Έρημο κυνηγώντας το όνειρο μου.
Αυτό το παιδί, με έκανε να θέλω να ζήσω ξανά.
Εύχομαι η ελπίδα των ματιών αυτών κάποτε να γεμίσει τον κόσμο.
Εγώ θα βρίσκομαι μακριά από την Ιόλια, ελπίζω ζωντανός και με μοναδικό μου σύντροφο τη μαγεία που αγάπησα από την πρώτη στιγμή.
Ζεράρ, ο Αναγεννημένος Μάγος, Έτος 5 μ.Α. (μετά Αφυπνίσεως).