Τα Χρονικά του Βάρδου

Η Μάχη της Τινέθιελ #2 (Τα Χρονικά του Βάρδου #16)

Wallpapers for Desktop with fantasy, wallpaper, war

Η μεγαλύτερη πολεμική σύγκρουση όλων των εποχών συνεχιζόταν ακατάπαυστα, με καμία παράταξη να μην έχει το πάνω χέρι. Μέσα στο χαλασμό της μάχης, ανάμεσα στους νεκρούς, τους τραυματίες και τους μελλοθάνατους, ο Νέντος είχε εντοπίσει το στόχο του. Απέναντι του έβλεπε τον άνθρωπο που του στέρησε τα πάντα. Του έκλεψε το βασίλειο του, βίασε και σκότωσε την αδερφή του και ξεκίνησε το μεγαλύτερο πόλεμο που είχε δει ποτέ η ανθρώπινη φυλή.  Τώρα όμως ήταν εδώ. Τον κοίταζε καθώς κάλπαζε ανάμεσα στους φρουρούς του με αυτό το σιχαμερό και  αυταρχικό βλέμμα, το οποίο ίσα που διακρινόταν μέσα από τη μεγάλη περικεφαλαία του. Ήταν χρωματισμένη με στη χαρακτηριστική πράσινη απόχρωση του Πρώην Βασιλείου της Βανέρια, του Βασιλείου του, του σπιτιού του.

Απέφυγε γρήγορα έναν ιππέα και, βρίσκοντας λίγο κενό χώρο, σήκωσε το τόξο του. Δεν υπήρχε τίποτα πιο εντυπωσιακό από έναν δάσκαλο του τόξου να ετοιμάζει την επόμενη θανατηφόρα βολή του στο πεδίο της μάχης. Σημάδεψε προσεκτικά και έστειλε το βέλος να πετάξει. Αυτό καρφώθηκε στο δεξί πόδι του αλόγου του Βάραντος, κόβοντας το κεντρικό νεύρο του ζώου, γεγονός που το έκανε να λυγίσει και να πετάξει τον αναβάτη του στο χώμα. Τώρα ο Νέντος έτρεχε αποφεύγοντας τα ενδιάμεσα περιττά εμπόδια και φωνάζοντας με όλη τη δύναμη. 

«ΒΑΡΑΝΤΟΣ!»

Ο εχθρός του σηκώθηκε και τον κοίταξε, καθώς ορμούσε σαν άγριο ζώο πάνω του. Τράβηξε  το σπαθί του από το θηκάρι και περίμενε. Δεν έδειχνε φοβισμένος. Αν και ο οποιοσδήποτε θα έτρεμε στην όψη του αφηνιασμένου Νέντος, αυτός δε λύγισε. Περίμενε, υπομονετικά και με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Τα σπαθιά τους συγκρούστηκαν αστραπιαία και με ορμή, δύναμη που χρησιμοποίησε ο Νέντος για να σπρώξει με το πόδι του τον Βάραντος.  Όμως  δεν κουνήθηκε, γιατί ήταν πολύ πιο ογκώδης και δυνατός. Αντιθέτως, ο τοξότης χρησιμοποίησε την ενέργεια του για να απομακρυνθεί από τον εχθρό του και άμεσα τράβηξε ένα βέλος. Η εναλλαγή από το σπαθί στο τόξο ήταν στιγμιαία και ο Βάραντος εξεπλάγην. Πρόλαβε όμως να προστατευτεί πίσω από μια πεσμένη ασπίδα που έτυχε να βρίσκεται δίπλα του.

«Μόνο αυτό μπορείς μικρέ; Μάλλον δεν έμαθες τίποτα τόσα χρόνια! Κρίμα, πολύ κρίμα».

«Άσε να το κρίνει η ιστορία αυτό. Βαθιά μέσα σου το ήξερες πως θα με έβρισκες μπροστά σου και βαθιά μέσα μου γνώριζα καλά πως θα ήμουν εγώ αυτός που θα σε έστελνε στον τάφο».

Τελειώνοντας τη φράση όρμησε πάνω του για μια ακόμα φορά. Τώρα το σπαθί του χτύπησε την ασπίδα του Βάραντος, ωστόσο και πάλι έκανε το ίδιο. Πήδηξε πίσω, σημάδεψε και τώρα κατάφερε να σκίσει ελαφρά το πρόσωπο του γέρου. Δε θα σταματούσε όμως. Και επιτέθηκε ξανά με διαφορετικό σχέδιο. Σημάδεψε με το σπαθί του το αντίπαλο σπαθί και με το αριστερό του χέρι έδεσε ένα σκοινί γύρω από το χέρι του Ανώτατου Διοικητή που κρατούσε την ασπίδα. Ο Βάραντος δεν το περίμενε. Κάνοντας πάλι την ίδια κίνηση, ο Νέντος απομακρύνθηκε και τότε έδειξε τον πραγματικό του στόχο. Το σκοινί ήταν δεμένο σε ένα από τα βέλη του, το οποίο το έστειλε να καρφωθεί σε ένα δέντρο αρκετά μακριά. Το χέρι του Βάραντος δεν άντεξε την πίεση και ο ώμος του βγήκε από τη θέση του. Μετά από δύο εύστοχες βολές στα πλευρά του η μάχη είχε ουσιαστικά τελειώσει, καθώς ο γέρος Αυτοκράτορας δεν είχε δυνάμεις να συνεχίσει. Ο Νέντος ήρθε κοντά του και του ψιθύρισε στο αυτί. 

«Αυτό είναι το τέλος» και του έκοψε τον λαιμό.

Παρόλο όμως που κατάφερε τη μεγαλύτερη επιθυμία του, δεν μπορούσε να ησυχάσει ακόμα. Στο βάθος, κοντά στα δέντρα, είδε το Θον να πλησιάζει προς τη λίμνη. Έτρεξε προς το μέρος του φίλου του, ο οποίος έμοιαζε αποκλεισμένος από τους στρατιώτες της Αυτοκρατορίας.

«Θον! Θα σε καλύψουμε εμείς!» φώναξε ο Ζέλαρ και τα υπόλοιπα επιφανή μέλη της Λευκής Φρουράς. «Φτάσε στην Τινέθιελ! Κάνε το καθήκον σου, δες τι κρύβεται σε αυτόν τον κόσμο! Σώσε μας, όλους! Ασπίδες!»

Οι ακόλουθοι του πρίγκιπα σήκωσαν τις τεράστιες  λευκές ασπίδες του Βασιλείου της Νενάτ και προστάτευσαν όλοι μαζί το Θον. Ανάμεσα τους βρισκόταν και ο φίλος τους, ο Νταμιάν, που προέτρεψε αυτόν και τον Νέντος να φύγουν μπροστά.

«Πάμε Θον! Τρέχα! Δεν έχουμε χρόνο!» φώναξε ο Νέντος.

«Μα, θα πεθάνουν αν τους αφήσουμε. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν πρέπει» και προσπάθησε να γυρίσει πίσω, πριν δεχτεί το βίαιο σπρώξιμο του φίλου του.

«Ξύπνα! Δεν μπορείς να τους σώσεις όλους! Απ’ όταν πήρες αυτό μαραφέτι στο βυθό της λίμνης, όλα άλλαξαν. Ο Νταμιάν και οι υπόλοιποι, είναι διατεθειμένοι να πεθάνουν για σένα, γιατί σε πιστεύουν. Πιστεύουν στα όνειρα και στο λαμπρό μέλλον που θα έχουν οι οικογένειες τους. Αν υπάρχει λοιπόν μία ελπίδα να κερδίσουμε αυτό το μέλλον, ας το κάνουμε και ας είναι οι θυσίες τους τιμημένες! Το να πεθάνεις μαζί τους δε θα βοηθήσει κανένα!»

Τα λόγια του Νέντος ήταν ένα ηχηρό χτύπημα στην καρδιά του Θον. Όντως, όλα αυτά γίνονταν για αυτόν. Όλοι αυτοί που πεθαίνουν εδώ σήμερα, θα μπορούσαν να είχαν οχυρωθεί πίσω από τα τείχη της Ιλούμιναρ και να είχαν περισσότερες ελπίδες. Όμως, ήρθαν, όλοι τους , και ολόκληρη η μάχη είχε σχεδιαστεί με σκοπό να μπορέσει να φθάσει στη λίμνη. Πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε την πλάτη του στους συντρόφους τους, την στιγμή που ένα δόρυ καρφωνόταν στο σώμα του Νταμιάν. Ένα δάκρυσε κύλησε στο πρόσωπό του, αλλά το μάζεψε γρήγορα.

«Πάμε» δήλωσε με αποφασιστικότητα και οι δυο τους πέρασαν τα μισοκαμμένα δέντρα φτάνοντας τελικά μπροστά από τη λίμνη.

Όμως η μοίρα έχει την τάση να παίζει τα πιο περίεργα παιχνίδια, ακόμα και στην πιο κρίσιμη στιγμή.

Στην όχθη της λίμνης αντίκρισαν την περίεργη γυναίκα για την οποία μιλούσαν όλοι και ένα ακόμα γνώριμο πρόσωπο. Ο Ρεμύ, ο ιερέας με τον οποίο πέρασαν τόσα μαζί, κρατούσε ένα μακρύ σπαθί στα χέρια του, έτοιμος να τους αντιμετωπίσει.

«Καλώς ήρθες, Θον» δήλωσε ταυτόχρονα με τη γυναίκα και επιτέθηκε.

Comments

comments

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.